Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η νεκρή εποχή

  • 1 сезон

    сезон м η εποχή; η σαιζόν (театральный) мёртвый \сезон η νεκρή εποχή
    * * *
    м
    η εποχή; η σαιζόν ( театральный)

    мёртвый сезо́н — η νεκρή εποχή

    Русско-греческий словарь > сезон

  • 2 глухой

    επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.
    1. κουφός, κωφός•

    глухой от рождения κουφός γεννητάτος.

    || μτφ. αδιάφορος•

    он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.

    2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•

    -ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.

    3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.
    4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•

    -ая улица νεκρή οδός.

    5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.
    6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).
    εκφρ.
    -ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•
    - ая дверь – ψευτόπορτα•
    - ое окно – ψευτοπαράθυρο•
    - ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•
    - ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•
    - согласный – άηχο σύμφωνο•
    - ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•
    глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.

    Большой русско-греческий словарь > глухой

  • 3 сезон

    сезон
    м ἡ περίοδος, ἡ ἐποχή/ театр. ἡ σαιζόν:
    мертвый \сезон ἡ νεκρή ἐποχή.

    Русско-новогреческий словарь > сезон

  • 4 глухцойая

    глухцо́й||ая
    ночь ἡ βαθειά νύχτα· \глухцойаяа́я пора́ ἡ νεκρή ἐποχή· \глухцойаяа́я стена́ ὁ τυφλός τοίχος· \глухцойаяа́я молва ἡ κρυφή διάδοση· быть \глухцойаяйм к просьбам κωφεύω στίς Ικεσίες·
    5. м ὁ κουφός, ὁ κωφός.

    Русско-новогреческий словарь > глухцойая

  • 5 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 6 мертвый

    мертв||ый
    прил νεκρός (тж. перен)/ πεθαμένος, ἄπνους:
    \мертвый язык ἡ νεκρή γλῶσσα· \мертвыйая точка тех. τό νεκρό σημείο· \мертвый сезон ἡ νεκρή σεζόν, ἡ ἐποχή ἀπ-ραξίας· \мертвыйая тишина ἡ νεκρική σιγή, ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· ◊ \мертвыйая петля ἀβ. τό λούπιγκ· \мертвыйое пространство воен. τό ἀπυ-ρόβλητο[ν]· \мертвыйая зыбь мор. ἡ φουσκοθα-λασσιά· \мертвыйая хватка τό θανάσιμο ἀγκάλιασμα· \мертвый час ἡ ῶρα ἀνάπαυσης· спать \мертвыйым сном κοιμάμαι βαθειά· ни жив ни мертв разг μισοπεθαμένος.

    Русско-новогреческий словарь > мертвый

См. также в других словарях:

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»